κλεπτάριον

κλεπτάριον
κλεπτάριον, τὸ (Α)
(υποκορ. τού κλέπτης) κλεφταράκος, μικροκλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + υποκορ. κατάλ. -άριον (< λατ. -arium), πρβλ. κελλ-άριον, παιδ-άριον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”